μαλακόδερμα

μαλακόδερμα
μαλακόδερμος
soft-skinned
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακόδερμα — τα ζωολ. βλ. μαλακόδερμος …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • μαλακόδερμος — η, ο (Α μαλακόδερμος, ον) αυτός που έχει απαλό δέρμα ή μαλακό φλοιό νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαλακόδερμα ζωολ. ομάδα κολεόπτερων εντόμων η οποία περιλαμβάνει τους λαμπύρους, τους μαλαχίες κ.ά. και που τα μέλη της έχουν μαλακό χιτινώδη… …   Dictionary of Greek

  • ολιγόθερμος — η, ο (Α ὀλιγόθερμος, ον) (συν. για ζώα) αυτός που έχει λίγη θερμότητα, χαμηλή θερμοκρασία («μαλακόδερμα γ οὖν γεννῶσι, διὰ γὰρ τὸ εἶναι ὀλιγόθερμα, οὖ ξηραίνει αὐτῶν ἡ φύσις τὸ ἔσχατον», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + θερμός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”